βλήμα

βλήμα
Κάθε αντικείμενο, το οποίο εκσφενδονίζεται με τη βοήθεια εξωτερικής δύναμης και το οποίο συνεχίζει την κίνησή του λόγω της αδράνειάς του ως σφαίρα, βόμβα, οβίδα ή βομβίδα. Ο όρος επεκτείνεται σήμερα και εφαρμόζεται στους πυραύλους και στα κατευθυνόμενα β. Ανάλογα με το μέγεθος, το μέσο και τη μέθοδο εκτόξευσης και τη φύση του στόχου, τα β. χαρακτηρίζονται ως βολίδες, βόμβες, βομβίδες, β. πυροβολικού, β. όλμων, πύραυλοι και βαλλιστικά β. Η βολίδα, γνωστή ως σφαίρα πιστολιού, περιστρόφου, τουφεκιού, οπλοπολυβόλου, πολυβόλου, ή ακόμα και πυροβόλου μικρού διαμετρήματος, έχει σχήμα κυλίνδρου με ωοειδή ή κωνική κατάληξη στο μπροστινό μέρος. Αυτή που χρησιμοποιείται σήμερα αποτελείται από τον πυρήνα και το χάλκινο περίβλημα και έχει συνήθως διάμετρο μεγαλύτερη κατά ένα χιλιοστό της ίντσας από τις ραβδώσεις της κάνης του όπλου, έτσι ώστε να εξασφαλίζεται η ανάλογη πίεση στο πυθμένιό της αλλά και η κατάλληλη προσαρμογή στις ραβδώσεις, οι οποίες της δίνουν την περιστροφική γύρω από τον άξονά της κίνηση, απαραίτητη για να κινείται σε όλη την τροχιά της με την κεφαλή της εμπρός. Ανάλογα με τη σύσταση του πυρήνα τους, οι βολίδες είναι διατρητικές, εμπρηστικές, εκρηκτικές και τροχιοδεικτικές. Οι βόμβες είναι β. με ισχυρή εκρηκτική γόμωση, που δημιουργούν εκρηκτικό κύμα μεγάλης ακτίνας και καταστρεπτικής ικανότητας. Διαφέρουν από τα β. πυροβολικού στο οπίσθιο τμήμα τους που είναι πολύ λεπτότερο και εφοδιασμένο με πτερύγια, τα οποία εξασφαλίζουν την αναγκαία περιστροφική κίνηση και ισορροπία κατά την πτώση. Οι βομβίδες (χειροβομβίδες όσες εκτοξεύονται με το χέρι και οπλοβομβίδες όσες εκτοξεύονται με όπλο, συνήθως τουφέκι) είναι μικρές βόμβες, με τη διαφορά ότι θα εκραγούν όπως και αν προσκρούσουν. Η γόμωση είναι συνήθως 6-10% του βάρους τους και οι πυροσωλήνες κρουσιφλεγείς ή με επιβράδυνση. Διακρίνονται σε εκρηκτικές (αμυντικές ή επιθετικές), καπνογόνους, σηματοδοσίας (έγχρωμου καπνού), εμπρηστικές και ειδικής γόμωσης, όπως οι ρηκτικές (γόμωση 2,5-6%), που χρησιμοποιούνται εναντίον στόχων ελαφρώς θωρακισμένων, οι δακρυγόνες και οι βομβίδες ποικίλων άλλων χημικών ουσιών. Τα β. πυροβολικού είναι διασκευασμένα εσωτερικά ώστε να μπορούν να χρησιμοποιηθούν εναντίον οποιουδήποτε στόχου. Αποτελούνται από ένα χαλύβδινο, σχεδόν τελείως κυλινδρικό σώμα, το οποίο γεμίζεται με εκρηκτική ύλη και καταλήγει εμπρός στην ωοειδή ή κωνική κεφαλή, όπου προσαρμόζεται σε ειδικό φρεάτιο ο πυροσωλήνας και πίσω στο πυθμένιο, το οποίο αν και μπορεί να γίνει χυτό, είναι κοχλιωμένο στον κύλινδρο. Εξωτερικά και στο κατώτερο μέρος του είναι εφοδιασμένο με δακτυλίους (έναν έως τρεις) από μαλακό μέταλλο, συνήθως χαλκό, οι οποίοι αποτελούν τη ζώνη σφήνωσης και προορίζονται να σφηνώνονται στις ραβδώσεις του σωλήνα του πυροβόλου για την αναγκαία περιστροφική γύρω από τον άξονά του κίνηση του β., ενώ για να εμποδίζονται οι ταλαντώσεις του κατά τη διαδρομή του στον σωλήνα, στο επάνω μέρος υπάρχει η ζώνη ερείσματος (ένα κυκλικό ελαφρύ εξόγκωμα). Τα β. είναι στενότερα στη βάση τους, για να διευκολύνεται η εκροή των αερωδών μορίων, που εμποδίζουν την προχωρητική κίνησή τους. Για να βελτιωθούν οι αεροδυναμικές ιδιότητες, τα διατρητικά κυρίως β. εφοδιάζονται με μία ελαφριά ψευδοκεφαλή, ενώ για την αύξηση της διατρητικότητας η κεφαλή ενισχύεται με χαλύβδινο κάλυμμα. Βασικά β. πυροβολικού είναι τα εκρηκτικά, εφοδιασμένα με σωλήνα ακαριαίο, εγκαιροφλεγή, προσέγγισης ή με επιβράδυνση, τα οποία δρουν με θραύσματα, στα οποία κατατέμνεται το περίβλημά τους ή η γόμωσή τους (βολιδοφόρα β.). Χρησιμοποιούνται εναντίον προσωπικού ακάλυπτου ή σχεδόν ακάλυπτου. Εναντίον ανθεκτικών στόχων χρησιμοποιούνται βαρύτερα β. και κυρίως τα ρηκτικά, που διαθέτουν τον πυροσωλήνα τους (με επιβράδυνση) στο πυθμένιο. Εξέλιξη των ρηκτικών αποτελούν τα διατρητικά β. (κυρίως αντιαρματικά), που επενεργούν στον θώρακα είτε με μηχανική δύναμη (υπερταχύ συμπαγές β.) είτε με τη θραυσματοποίηση του κορμού τους μέσα στον στόχο μετά τη διάτρησή του (διατρητικά θώρακα) είτε με υψηλή πίεση αερίων (κοίλης γόμωσης, όπως τα β. των πυροβόλων άνευ οπισθοδρομήσεως και οι αντιαρματικοί πύραυλοι, γνωστοί ως μπαζούκα). Άλλη κατηγορία β. πυροβολικού είναι τα β. ειδικής χρήσης, τα οποία περιέχουν διάφορες ουσίες, ανάλογα με τον προορισμό τους, και επιπλέον μικρή ποσότητα εκρηκτικής γόμωσης, η οποία προκαλεί τη διάρρηξη του περιβλήματος και απελευθερώνεται έτσι η ειδική ουσία του β. (καπνογόνα, εμπρηστικά, φωτιστικά, χημικών ουσιών και αερίων, με αποτελέσματα ασφυκτικά, τοξικά, καυστικά κ.ά.). Τα β. του αντιαεροπορικού πυροβολικού εφοδιάζονται πλέον με πυροσωλήνα προσέγγισης (ραδιοπυροσωλήνας), που προκαλεί την έκρηξη στην κατάλληλη απόσταση από τον στόχο. Πολλά β., ιδίως του αντιαεροπορικού και αντιαρματικού πυροβολικού, είναι εφοδιασμένα με ιδιαίτερη συσκευή, που αποτελείται από ένα διαμέρισμα στο πυθμένιο, γεμάτο από μείγμα ισχυρά φωτιστικό. Όταν το β. εκτοξευτεί, το μείγμα αναφλέγεται και επιτρέπει την παρακολούθηση της τροχιάς, πράγμα που διευκολύνει στη συνέχεια τη διόρθωση της βολής. Τα β. όλμων έχουν τη μορφή των βομβών, με πυροσωλήνες κρουσιφλεγείς ή με επιβράδυνση. Στην ουρά του β., που είναι χαρακτηριστικά λεπτότερη από αυτήν της βόμβας ή των β. πυροβολικού, τοποθετούνται το ειδικό προωθητικό φυσίγγιο και τα πτερύγια, τα οποία δίνουν την περιστροφική κίνηση στο β. και στα οποία προσαρμόζονται συμπληρωματικά προωθητικά γεμίσματα. Διακρίνονται σε εκρηκτικά, εμπρηστικά, καπνογόνα και φωτιστικά. Άλλες κατηγορίες β. είναι οι πύραυλοι (αυτοπροωθούμενα, μη κατευθυνόμενα β., κοινώς ρουκέτες), τα βαλλιστικά β. (πυραυλικά κατευθυνόμενα β. μικρής ή μεσαίας ακτίνας, των οποίων η τροχιά ή η γραμμή πτήσης είναι δυνατόν να μεταβληθούν από εξωτερικό ή εσωτερικό μηχανισμό) και τα διηπειρωτικά βαλλιστικά (βλ. λ.) β. Ιστορία.Η σημαντική εξέλιξη των β. άρχισε περίπου πριν από δύο αιώνες. Πράγματι, μέχρι τις αρχές του 19ου αι. χρησιμοποιούνταν σχεδόν αποκλειστικά σφαιρικές μεταλλικές οβίδες, όμοιες στο εξωτερικό σχήμα με εκείνες –λίθινες, ορειχάλκινες ή σιδηρές– που εκτοξεύονταν κατά τα μέσα του 14ου αι. Τον 15o αι. κατασκευάστηκαν τα εκρηκτικά β., τα οποία βελτιώθηκαν στο τέλος του 18ου αι., με την ανακάλυψη (1874) των βολιδοφόρων β. (σράπνελ), τα οποία χρησιμοποιήθηκαν για πρώτη φορά το 1808. Ιδιαίτερα στη βολή κατά πλοίων χρησιμοποιήθηκαν ημισφαιρικά β., ενωμένα ανά δύο με αλυσίδες, για την καταστροφή των εξαρτίων και της ιστιοφορίας των πλοίων. Όμως, ουσιώδης πρόοδος σημειώθηκε μόνο κατά τα μέσα του 19ου αι., οπότε υιοθετήθηκαν οι ραβδώσεις στο κοίλο της κάνης των τουφεκιών και του σωλήνα των πυροβόλων, οι οποίες επέτρεψαν τη χρήση των κυλινδροειδών β., τα οποία παρουσίαζαν, ως προς τα σφαιρικά, σημαντικά πλεονεκτήματα: καταλληλότερο σχήμα για τη διείσδυση στον αέρα, μεγαλύτερο βάρος, μεγαλύτερο χώρο για την εκρηκτική γόμωση. Στην αρχή το β. είχε σταθεροποιητικά πτερύγια, τα οποία εισχωρούσαν στα αυλάκια των ραβδώσεων. Λίγο μετά το 1870, η υιοθέτηση της ζώνης σφήνωσης εμπόδισε τη μερική διαφυγή των αερίων της γόμωσης εκτόξευσης κατά μήκος της περιφερειακής επιφάνειας των β. και συνεπώς επέτρεψε την καλύτερη εκμετάλλευση των ραβδώσεων. Στον Α’ Παγκόσμιο πόλεμο εμφανίστηκαν οι βόμβες, οι βομβίδες και τα β. όλμων, τα οποία τελειοποιήθηκαν κατά τη διάρκεια του μεσοπολέμου. Ιδιαίτερα μετά τον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο, παράλληλα προς την εξέλιξη των μέσων και των υλικών της γόμωσης, τα β. βελτιώνονταν συνεχώς από κάθε άποψη, ενώ νέοι τύποι ανακαλύφθηκαν, που επηρέασαν ακόμα και τη στρατηγική του πολέμου. Βλήμα εναντίον οχημάτων. Η κοίλη γόμωσή του εξασφαλίζει μεγάλη διατρητική δράση: 1) ψευδοκεφαλή· 2) κυλινδρικό σώμα· 3) γόμωση ισχυρού εκρηκτικού, της οποίας η κοιλότητα αυξάνει τη δραστικότητα της έκρηξης· 4) κρουσιφλεγής πυροσωλήνας με το σχετικό εμπύρευμα. ΒΛΗΜΑ
* * *
το (AM βλῆμα)
οτιδήποτε εκτοξεύεται εναντίον στόχου με το χέρι, τόξο, όπλο ή οποιοδήποτε μηχάνημα
νεοελλ.
(για πρόσωπα) ανόητος
αρχ.
1. η ριξιά των κύβων
2. η βολή
3. τραύμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. βάλλω.
ΣΥΝΘ. απόβλημα, έμβλημα, επίβλημα, περίβλημα, πρόβλημα
αρχ.
αμφίβλημα, αντίβλημα, κατάβλημα, μετάβλημα, σύμβλημα, υπέρβλημα, χειρόβλημα
μσν.
διάβλημα, παράβλημα, υπόβλημα].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • βλῆμα — throw neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βλήμα — το καθετί που ρίχνεται εναντίον κάποιου, η σφαίρα, η οβίδα: Στον πόλεμο τα βλήματα έπεφταν βροχή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • βαλλιστικά βλήματα — Ο όρος β.β. καθιερώθηκε στη σύγχρονη τεχνική ορολογία μετά τον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο και σημαίνει κινητά σώματα που εκτοξεύονται και διατηρούνται στην τροχιά τους με συστήματα αυτοπροώθησης και ενδοαντίδρασης ή με κινητήρες αντίδρασης διαφόρων… …   Dictionary of Greek

  • κυνήγι — Η καταδίωξη άγριων ζώων με σκοπό τον φόνο ή τη σύλληψή τους στο φυσικό τους περιβάλλον. Πρωταρχικό κίνητρο του κυνηγού υπήρξε η προμήθεια τροφής· αργότερα ο κυνηγός χρειαζόταν επίσης τα δέρματα, τα οστά και τις τρίχες των θηραμάτων για την… …   Dictionary of Greek

  • όπλο — Κάθε μέσο κατασκευασμένο για να χρησιμοποιηθεί για το κυνήγι, για τον πόλεμο ή για την προσωπική άμυνα. Στους πρωτόγονους πληθυσμούς, τα εργαλεία και τα ό. δεν διαφέρουν ουσιαστικά: τα αμύγδαλα, για παράδειγμα, μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν και… …   Dictionary of Greek

  • κυβερνητική — Επιστημονικός κλάδος που μελετά τις εκούσιες ενέργειες. Βέβαια, ο εν λόγω ορισμός διαφωτίζει μόνο ένα τμήμα του ερευνητικού πεδίου της κ. και αφορά έναν τομέα έρευνας, ο οποίος μπορεί να χαρακτηριστεί νέος στον κύκλο των λεγόμενων ακριβών… …   Dictionary of Greek

  • αντίβλημα — Ιδιαίτερος τύπος βλήματος, εφοδιασμένος με θερμοπυρηνική κεφαλή, ικανός να καταστρέφει ή να επιφέρει βλάβες, κατά τη διάρκεια πτήσης, στους κώνους των διηπειρωτικών βαλλιστικών βλημάτων. Λέγεται και αντιπύραυλος. Πρόκειται, κατά κανόνα, για βλήμα …   Dictionary of Greek

  • βαλλιστικός — ή, ό 1. αυτός που αναφέρεται στον βαλλισμό 2. ο σχετικός με τη βαλλιστική, τη βλητική 3. το θηλ. ως ουσ. βαλλιστική, η η βλητική, η επιστήμη που μελετά την προώθηση, πτήση και πρόσκρουση των βλημάτων 4. φρ. α) «βαλλιστικά όπλα» όπλα των οποίων η… …   Dictionary of Greek

  • γόμωση — Από άποψη βλητικής ονομάζουμε γ. καθορισμένες ποσότητες εκρηκτικής ύλης που προορίζονται για ειδικούς στρατιωτικούς και τεχνικούς σκοπούς. Διακρίνονται σε γ. προώθησης και σε γ. έκρηξης (εκρηκτικές). Οι πρώτες, αφού εισαχθούν στη θαλάμη ενός… …   Dictionary of Greek

  • σκόπευση — Το σύνολο των πράξεων, με τις οποίες ρυθμίζεται ένα πυροβόλο όπλο ή άλλο όργανο εκτόξευσης, ώστε η τροχιά του βλήματος ή του βέλους να φτάνει στο στόχο. Η σ. από θέση εδάφους μπορεί να είναι άμεση, όταν ο στόχος είναι ορατός, και έμμεση όταν δεν… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”